- άμυναι
- ἄμυναιἄμῡναι , ἀμύνωkeep off: aor imperat mid 2nd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀμῦναι — ἀμύνω keep off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύναι — ἀμύ̱ναῑ , ἀμύνω keep off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμυναι — ἄμῡναι , ἀμύνω keep off aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… … Dictionary of Greek